- γαμετήν
- γαμετήmarried womanfem acc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
γαμέτην — γαμέτης husband masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
брачьныи — (92) пр. 1.Состоящий в браке: Кр(с)ть˫анъ поимъ жидовыню брачьноу ли кр(с)ть˫аноу жидовинъ. прелюбодѣиство речетьсѩ. (γαμετήν) ПНЧ XIV, 40г; ли ц(с)рь. ли кнѩзь. ли б҃атыи. ли велможа. ли небъраченъ. ли браченъ. (ἔγγαμος) ФСт XIV, 150а. 2.… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
подроужиѥ — ПОДРОУЖИ|Ѥ (57), ˫А с. Супруг, один из супругов: Мънога же лѣ(т). дарѹи б҃ъ… самомѹ емѹ. и… Θеофанѣ. и чѧдомъ ею и подрѹжиемъ чѧдъ ею. ЕвОстр 1056–1057, 294в (зап.); Слышахъ нѣкы˫а мирьскы˫а лѣнь живѹща. и гл҃авъша къ мънѣ. како можемъ съ… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
κτητός — κτητός, ή, όν (Α) [κτώμαι] 1. αυτός που μπορεί να αποκτηθεί από κάποιον («δῆλον ὅτι ὡς ἐξ ἐπιμελείας και μαθήσεως κτητῆς οὔσης», Πλάτ.) 2. άξιος κτήσεως, επιθυμητός, αυτός τον οποίο επιθυμεί να αποκτήσει κάποιος («ζηλωτὸς ἀμοίροις, κτητὸς… … Dictionary of Greek
τάλις — άλιδος, ἡ, Α (ποιητ. τ.) 1. κόρη σε ηλικία γάμου 2. (κατά τον Ησύχ.) «ἡ μελλόνυμφος παρθένος καὶ κατωνομασμένη τινί, οἱ δὲ γυναῑκα γαμετήν, οἱ δὲ νύμφην». [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.) … Dictionary of Greek